Χειρουργός Ωτορινολαρυγγολόγος
Το μπούκωμα ή ρινική συμφόρηση, όπως αποκαλείται στην ιατρική ορολογία, χαρακτηρίζεται από αδυναμία αναπνοής λόγω απόφραξης της μύτης, με ή χωρίς ρινικές εκκρίσεις. Τα παθολογικά προβλήματα και τα νοσήματα που υποκρύπτονται πίσω από το μπούκωμα της μύτης είναι πολλά και περιλαμβάνουν λοιμώξεις του αναπνευστικού, ιογενείς λοιμώξεις (κρυολόγημα), αλλεργική και μη αλλεργική ρινίτιδα, καθώς και ανατομικές ανωμαλίες της μύτης όπως η σκολίωση του ρινικού διαφράγματος, οι ρινικοί πολύποδες και σπανιότερα καρκινώματα και όγκοι. Δυστυχώς, πολύς κόσμος παρερμηνεύει τον όρο ρινίτιδα με την ιγμορίτιδα αποκαλώντας κάθε μπούκωμα στη μύτη ιγμορίτιδα και έχει την εντύπωση ότι δεν αντιμετωπίζεται και είναι ένα χρόνιο πρόβλημα. Για αυτό το λόγο η εξέταση από Ωτορινολαρυγγολόγο (ΩΡΛ) και ειδικότερα η ενδοσκόπηση της μύτης επιβάλλεται για τον αποκλεισμό των αιτιών της ρινικής συμφόρησης.
Η σωστή λειτουργία της μύτης
Οι λειτουργίες που επιτελεί η μύτη είναι πάρα πολύ σημαντικές. Εκτός από την όσφρηση, η μύτη είναι το φυσικό air condition του ανθρώπινου σώματος. Καθώς ο αέρας περνάει μέσα από τη μύτη, θερμαίνεται ή ψυχραίνεται (αναλόγως με την θερμοκρασία του χώρου), υγραίνεται και καθαρίζεται από σκόνη και διάφορους μικροοργανισμούς. Έτσι, προστατεύει τους πνεύμονες και τον οργανισμό μας ολόκληρο από μικρόβια και διάφορες αλλεργιογόνες ουσίες αποφεύγοντας λοιμώξεις του ανώτερου και κατώτερου αναπνευστικού συστήματος. Συμμετέχει σε διάφορα αντανακλαστικά, όπως στο βήχα και στο φτέρνισμα, με σκοπό τη βίαιη απομάκρυνση ξένων ουσιών από το σώμα μας. Τέλος, συμβάλλει σημαντικά στην διαμόρφωση της φωνής και στην παραγωγή του λόγου.
Όταν η μύτη είναι βουλωμένη, ο αέρας που αναπνέουμε περνάει από το στόμα με αποτέλεσμα να ξεραίνεται το στόμα και ο λαιμός, κάτι που γίνεται αντιληπτό κυρίως το πρωί. Ο ασθενής μπορεί, επίσης. να ροχαλίζει. Οι λοιμώξεις του αναπνευστικού (όπως ιώσεις, αμυγδαλίτιδες, ιγμορίτιδες) είναι πιο συχνές σε ασθενείς που λόγω ρινίτιδας αδυνατούν να αναπνέουν από τη μύτη τους άρα και να «καθαρίσουν» τον εισπνεόμενο αέρα.
Ρινίτιδα γενικά: Τι είναι και τι την προκαλεί;
Ρινίτιδα σημαίνει απλά «φλεγμονή της μύτης». Είναι η υπεραντίδραση του βλεννογόνου της μύτης (κυρίως των ρινικών κογχών της) σε διαφόρων ειδών ερεθισμούς, με αποτέλεσμα τη διόγκωσή του. Μπορεί να συνοδεύεται με ρινική καταρροή (διάφανες εκκρίσεις από τη μύτη). Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που μπορεί να την προκαλέσουν ή να την επιδεινώσουν. Η πιο συνηθισμένη αιτία είναι η αλλεργία (γύρη, γρασίδι, δέντρα, κτλ.), το νέφος, η μολυσμένη ατμόσφαιρα στην εργασία (ειδικότερα εισπνοή ουσιών όπως η σκόνη από χαρτικά ή δέρμα, ρινίσματα ξύλου ή βερνίκια, κάπνα), η ξηρασία αλλά και η έντονη υγρασία καθώς και η ζέστη. Επίσης, ο καπνός του τσιγάρου και το αλκοόλ επιδεινώνουν την κατάσταση. Διαφόρων ειδών φάρμακα (αντιϋπερτασικά, αντιπαρκινσονικά, κ.ά.) αλλά και αποσυμφορητικά ρινικά spray ή σταγόνες (όπως Ronal, Dexarhinaspray, Otrivin, κ.ά.) σε παρατεταμένη χρήση συμβάλουν στην φαρμακογενή ρινίτιδα προκαλώντας αγγειοδιαστολή του ρινικού βλεννογόνου. Λόγο της εποχής που διανύουμε θα αναφερθούμε στην αλλεργική ρινίτιδα που είναι σε έξαρση αυτή την περίοδο του χρόνου.
Αλλεργική ρινίτιδα
Η αλλεργική ρινίτιδα θεωρείται σήμερα χρόνια αναπνευστική νόσος. Παρότι θεωρείται νόσος που δεν απειλεί άμεσα τη ζωή του ασθενούς, οι επιπτώσεις της ωστόσο στην ποιότητα ζωής του, στη φυσική και ψυχολογική του ευεξία, στην προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή του είναι τεράστιες. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο πιστεύεται ότι πάσχει το 23% του πληθυσμού και αυξάνεται συνεχώς στη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών. Ωστόσο μόνο 1 στους 2 ασθενείς διαγιγνώσκεται και μόνο 1 στους 4 ασθενείς λαμβάνει σωστή θεραπεία. Η διάγνωση της αλλεργικής ρινίτιδας θα πρέπει να είναι έγκαιρη διότι το 30% αυτών των ασθενών θα εμφανίσουν άσθμα ή η ίδια η ρινίτιδα θα εξελιχθεί σε πιο επίμονη τόσο σε ένταση όσο και σε διάρκεια.
Η αλλεργική ρινίτιδα οφείλεται στην ευαισθησία του οργανισμού και κατά συνέπεια στην υπερβολική αντίδρασή του, σε ουσίες οι οποίες καλούνται αλλεργιογόνα. Τα αλλεργιογόνα μπορεί να είναι μη εποχικά ή εποχικά. Τα μη εποχικά αλλεργιογόνα επιδρούν όλο το χρόνο και προκαλούν χρόνια ή οξεία μη εποχική αλλεργική ρινίτιδα. Τα συνηθέστερα από αυτά είναι τα ακάρεα της οικιακής σκόνης, το τρίχωμα των κατοικίδιων ζώων, η μούχλα, τα επαγγελματικά αλλεργιογόνα (π.χ. κόλλα και βερνίκια). Τα αλλεργιογόνα τροφικής προέλευσης (γάλα, αυγά, φιστίκια, δημητριακά, ψάρια, ροδάκινα, μπαχαρικά κλπ.) παίζουν λιγότερο σημαντικό ρόλο στην αιτιολογία της αλλεργικής ρινίτιδας, πλην όμως, θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη, ιδίως σε νεαρά παιδιά. Τα εποχικά αλλεργιογόνα προκαλούν αλλεργική ρινίτιδα εποχικού χαρακτήρα και είναι πολύ συνήθη την άνοιξη. Χαρακτηριστικό είναι το εποχικό μπούκωμα από αλλεργία στο γρασίδι ή στην γύρη, λόγω της σχετικής ανθοφορίας των φυτών. Η κληρονομικότητα παίζει ρόλο, όχι όμως αποκλειστικό.
Συμπτώματα της Αλλεργικής Ρινίτιδας
Το κύριο ενόχλημα στην αλλεργική ρινίτιδα είναι η η ρινική συμφόρηση (μπούκωμα) και καταρροή (διάφανες εκκρίσεις «σα νερό»), παρόλο που μπορεί η μύτη γενικά να είναι στεγνή και ξερή.
Στα τυπικά συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας περιλαμβάνονται φτερνίσματα και κνησμός (φαγούρα) στη μύτη ή το φάρυγγα μετά από έκθεση σε αλλεργιογόνο είναι συνηθισμένα. Εκκρίσεις από τη μύτη προς το φάρυγγα (οπισθορινική έκκριση) έχει ως αποτέλεσμα τις συχνές προσπάθειες καθαρισμού του φάρυγγα (ξηρός χαρακτηριστικός βήχας ή βραχνάδα). Αρκετές φορές εκδηλώνονται συμπτώματα από τα μάτια (δάκρυα, ερυθρότητα, κνησμός). Κεφαλαλγίες, ανοσμία και μερικές φορές απώλεια της αίσθησης της γεύσης δεν είναι σπάνιες. Στην εποχική αλλεργική ρινίτιδα τα συμπτώματα αρχίζουν την άνοιξη (περίοδος ανθοφορίας) και συνεχίζονται μέχρι τους μήνες Ιούνιο έως Αύγουστο, ανάλογα με τη φύση των αλλεργιογόνων γύρεων (δένδρα, αγρωστώδη, ζιζάνια) και των κλιματολογικών συνθηκών.
Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε ότι η αλλεργική ρινίτιδα, ειδικά όταν δεν θεραπεύεται σωστά, συνδέεται και με άλλες παθήσεις που μπορεί να εμφανιστούν ως επιπλοκές. Οι παθήσεις αυτές είναι: ρινοκολπίτιδα (ιγμορίτιδα), ωτίτιδα με υγρό, πολύποδες της μύτης και άσθμα. Επίσης, η διάγνωση της αλλεργικής ρινίτιδας πρέπει να είναι έγκαιρη, διότι το 30% αυτών των ασθενών θα εμφανίσουν άσθμα.
Διάγνωση και Αντιμετώπιση
Η διάγνωση της αλλεργικής ρινίτιδας βασίζεται κυρίως στην προσεκτική λήψη του ιστορικού του ασθενούς και στην λεπτομερή κλινική εξέταση και ρινοσκόπηση από τον ΩΡΛ, ώστε να εντοπιστούν όλες οι πιθανές αιτίες (συμπεριλαμβανομένης και της αλλεργίας) που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν ή να επιδεινώσουν τα συμπτώματα. Ειδικές ανοσολογικές εξετάσεις αίματος (RAST test) ή δερματικές δοκιμασίες (skin prick test) μπορεί να γίνουν για να την ανεύρεση του υπεύθυνου αλλεργιογόνου. Είναι πολύ σημαντικό, επίσης, το γεγονός ότι πολλές φορές μια χρόνια ρινίτιδα χαρακτηρίζεται εύκολα σαν αλλεργική χωρίς να έχουν γίνει οι απαραίτητες εξετάσεις με αποτέλεσμα να διαλάθει η διάγνωση άλλων τύπων ρινίτιδας και ο ασθενής να ταλαιπωρείται με ακατάλληλες θεραπείες ή να υπάρχει πιθανότητα να εξελιχθεί μια παθολογική κατάσταση και να χάνεται η ευκαιρία της έγκαιρης διάγνωσης. Η σωστή ιατρική εξέταση διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην ορθή αξιολόγηση της κάθε περίπτωσης.
Η αντιμετώπιση της αλλεργικής ρινίτιδας περιλαμβάνει τις εξής στρατηγικές: Την αποφυγή του αλλεργιογόνου, την φαρμακευτική αγωγή ή ακόμα και την χειρουργική αντιμετώπιση και την ανοσοθεραπεία.
Η αποφυγή. Η αποτελεσματικότερη θεραπεία είναι η αποφυγή των παραγόντων που προκαλούν τη ρινίτιδα, αλλά δυστυχώς τις περισσότερες φορές είναι ανέφικτη. Στις γύρεις είναι αδύνατη η εφαρμογή της, αφού οι γυρεόκοκκοι ταξιδεύουν ακόμα και 200 χιλιόμετρα με αποτέλεσμα να μην χρειάζεται να βρίσκονται κοντά σε φυτά. Διάφορα μέτρα τροποποίησης του περιβάλλοντος του ασθενούς με σκοπό την ελάττωση του αλλεργικού φορτίου, όπως η απομάκρυνση των υπεύθυνων φυτών από το άμεσο περιβάλλον, η αποφυγή κυκλοφορίας έξω από το σπίτι τις ώρες της ανθοφορίας, η χρήση ειδικών φίλτρων απομάκρυνσης των σωματιδίων του αέρα μπορεί να φανούν χρήσιμα. Επίσης, ο τακτικός καθαρισμός και αερισμός των σπιτιών, η τακτική αλλαγή των φίλτρων στα κλιματιστικά, η αποφυγή υγρασίας στους εσωτερικούς χώρους βοηθάει τους ασθενείς με αλλεργία στη σκόνη καθώς και η απομάκρυνση τυχόν υπεύθυνων κατοικίδιων ζώων που μπορεί να συμβάλουν στη ρινίτιδα.
Η θεραπεία με φάρμακα αποτελεί θεραπεία ελέγχου των συμπτωμάτων. Φάρμακα όπως τα αντιισταμινικά, τα κορτικοστεροειδή σε τοπική εφαρμογή στη μύτη, τα αποσυμφορητικά (για λίγες μέρες), τα αντιλευκοτριενικά, μπορούν να βελτιώσουν κατά πολύ τα συμπτώματα και να μειώσουν την επίδραση της νόσου στην ποιότητα ζωής σας. Εάν αφορά εποχική αναπνευστική αλλεργία πρέπει να ξεκινά πριν την έναρξη της ανθοφορίας (ακόμα και από το Φεβρουάριο) και να συνεχίζεται συστηματικά μέχρι το τέλος της άνοιξης. Ο ασθενής πρέπει να παίρνει τα φάρμακα που συνταγογραφεί ο γιατρός, να μην παραλείπει δόσεις φαρμάκου και να μην σταματήσει τη θεραπεία νωρίτερα από ό,τι πρέπει. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που μετά το τέλος της αγωγής τα συμπτώματα επανέρχονται. Τότε θα πρέπει να συζητηθούν με το γιατρό πιο αποτελεσματικές λύσεις.
Χειρουργική αντιμετώπιση. Μεγάλη βοήθεια στην αντιμετώπιση της υπερτροφίας του βλεννογόνου της μύτης προσφέρει η συρρίκνωση των κάτω κογχών της μύτης με διαφορές μεθόδους. Η μικροεπέμβαση αυτή είναι πολύ απλή, οι ρινικές κόγχες συρρικνώνονται χωρίς να απαιτείται γενική αναισθησία, μιας και ο πόνος είναι ελάχιστος. Δεν χρειάζεται πωματισμός της μύτης, νοσηλεία ή ιδιαίτερη μετεγχειρητική περιποίηση και διαρκεί συνολικά περίπου 20 λεπτά. Στην περίπτωση που συνυπάρχει σκολίωση ρινικού διαφράγματος, συνιστάται η υπό γενική αναισθησία διόρθωση του διαφράγματος και ταυτόχρονα η συρρίκνωση των κάτω κογχών.
Η ανοσοθεραπεία μπορεί σε παρά πολύ προσεκτικά επιλεγμένα περιστατικά να βοηθήσει μόνο στην αιτιολογική αντιμετώπιση της αλλεργικής ρινίτιδας. Είναι θεραπεία εκρίζωσης η οποία έχει ως στόχο την απευαισθητοποίηση του ασθενούς από συγκεκριμένο αλλεργιογόνο. Η ανοσοθεραπεία ενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρή εμμένουσα αλλεργική ρινίτιδα, που δεν ανταποκρίνεται στην φαρμακοθεραπεία και την αποφυγή των αλλεργιογόνων ή μπορεί να συνυπάρχει με βρογχικό άσθμα και υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του αναπνευστικού, επηρεάζοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής του ασθενούς. Μειονεκτήματα της ανοσοθεραπείας είναι ο κίνδυνος τοπικών, αλλά κυρίως συστηματικών αντιδράσεων, οι οποίες ανέρχονται σε ποσοστό 5-10% (1-3% σοβαρές), η ενόχληση από τις συχνές ενέσεις και τη μακρά διάρκεια της θεραπείας και η αβεβαιότητα σχετικά με την ισχύ και τη σταθερότητα των εκχυλισμάτων των αλλεργιογόνων, η οποία όμως τείνει να βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου