Βρετανός διπλωμάτης είχε χαρακτηρίσει τους ενόπλους του Βιτσίου (και του Πάικου) «νταήδες και επαγγελματίες λαιμοκόφτες» χωρίς πολιτικές απόψεις.[82] Σε πολλά σημεία δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Σαν τις νυκτερινές διαδρομές τους πάνω στα ορεινά δασώδη μονοπάτια του Βαρνούντα, τα οποία χρησιμοποιούσαν για να μπουν από τη Γιουγκοσλαβία στην Ελλάδα, έτσι σκοτεινές ήταν πολλές από τις πράξεις τους: Στρατολογούσαν άνδρες «πολύ συχνά με τη βία»[83] και λάβαιναν τρόφιμα με σκαιούς τρόπους,[84] συνήθειες τις οποίες είχαν αποκτήσει επί Κατοχής.[85] Ακόμη έστελναν επιστολές, ζητώντας λίρες ή τις λάβαιναν άμεσα δια της βίας και συμβούλευαν τους στρατεύσιμους να μην καταταχθούν στον Ελληνικό Στρατό.[86] Για να φανούν αρεστοί έδιωχναν τους ξένους βοσκούς που νοίκιαζαν στην περιοχή[87] κι απειλούσαν ιερείς και προκρίτους, όπως π.χ. τον ενορίτη της Καλλιθέας Πρεσπών.[88] Εκδικούνταν, τέλος, αντιπάλους τους με έμμεσο τρόπο, ανατινάζοντας π.χ. ένα μύλο στον Άγιο Παντελεήμονα του Αμυνταίου.[89]
Προσπαθώντας να ιδρύσει ξεχωριστές κομματικές οργανώσεις, συνδικάτα και συνεταιρισμούς[90] το ΝΟΦ αντιτέθηκε στο ΕΑΜ, το ΑΚΕ και το ΚΚΕ, με αποτέλεσμα το πρώτο να κατάσχει αποθηκευμένα γεννήματα των υπολοίπων τριών,[91] να διαλύει τις συγκεντρώσεις των, να απαγάγει και να εκτελεί όσους τις υπηρετούσαν, τις υποστήριζαν ή τις έβλεπαν φιλικά[92]. Έτσι, κάθε αναφορά για Λευκή Τρομοκρατία στη Δυτική Μακεδονία φαίνεται απλοϊκή έως αστεία, όταν δεν είναι σκόπιμη, διότι από μέλη του ΝΟΦ φονεύθηκαν αρκετοί, ακόμη και οπαδοί ή φίλοι του ΚΚΕ, όπως ο....
Αλέξανδρος Αναστασίου από τη Μικρολίμνη[93], ο οδηγός Χρήστος Παπαδόπουλος από το Λαιμό (διότι μετέφερε φύλλα του Ριζοσπάστη)[94] ο έμπορος Νικόλαος Παπαδόπουλος από το ίδιο χωριό, ο Παντελής Μπούρδας από το Γάβρο κι ο Δημήτριος Σούμπασης από τη Σιτάρια, πέντε εν συνόλω άνδρες.[95]
Με απαγωγές ή ενέδρες οι ένοπλοι του ΝΟΦ αιχμαλώτιζαν επίσης πολίτες αντιπάλους των και τοπικά στελέχη της ελληνικής διοίκησης, εκτελώντας τους είτε επί τόπου είτε στα λημέρια, με αποτέλεσμα όσοι διορίζονταν κοινοτάρχες ή μέλη κοινοτικών συμβουλίων, ιδιαίτερα στην απόμακρη Πρέσπα, να φοβούνται να αναλάβουν. [96] Δεν ήταν καθόλου υπερβολικοί οι δισταγμοί των Εθνικοφρόνων και των ουδετέρων, διότι από τη δραστηριότητα των σλαβομακεδόνων κυρίως αυτονομιστών το έτος 1945 και αρχές 1946 έχασαν τη ζωή τους αποδεδειγμένα 37 άτομα, πολλοί περισσότεροι δηλαδή από όσους φονεύτηκαν από το Στρατό και την Αστυνομία την ίδια εποχή στη Δυτική Μακεδονία. Γι' αυτό το λόγο αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού είχε προτείνει να βομβαρδιστούν η λίμνη Χειμαδίτιδα Αμυνταίου, τοπικό ορμητήριο των αρνητών όσο και τα περίγυρα δάση.[97]
Τον Μάιο του 1945 φονεύτηκαν από το ΝΟΦ ο καυκάσιος αντιπρόεδρος του Φανού Βασίλειος Μουρουζίδης, ο λαζός κοινοτάρχης του Πολυπλάτανου Νικόλαος Πουγκαρίδης, ο Καραμανλής οδηγός της Ροδώνας Αχιλλέας Καλπακτζίδης κι ο αγρότης Δημήτριος Σουγαρίδης από την Κολοκυνθού.[98] Τον Ιούνιο ο μυλεργάτης Παντελής Αλεξανδρίδης από το Αμμοχώρι Φλώρινας ο Χρήστος Χρηστακάκης από τις Άνω Κλεινές[99] οι αγρότες Νικόλαος Κουλούρης και Χρήστος Βασιλειάδης από το Κεφαλάρι Καστοριάς και τη Λεπτοκαρυά Φλώρινας αντίστοιχα ο πελοποννήσιος κοινοτάρχης (πρώην χωροφύλακας) Λευκώνα Γεώργιος Γιατρακάς η νηπιαγωγός Ελευθερία Νένου από το Άργος Ορεστικό ο ιερέας της Ολυμπιάδας Αμυνταίου Μάρκος Μητριάδης ο κοινοτάρχης της Γαλάτειας Εορδαίας Παύλος Κοπατσιάρης κι ο λαζός σύμβουλος του Γεώργιος Ορφανίδης από το ίδιο χωριό ο μοίραρχος της Ειδικής Ασφαλείας Γεώργιος Καζάνας[100] από τα Γρεβενά, που, ερχόμενος οικογενειακώς από τη Γερμανία, εκτελέστηκε στις φυλακές των Σκοπίων.[101]
Τον Ιούλιο δολοφονήθηκαν ο διευθυντής των λιγνιτωρυχείων Βεύης Ελευθέριος Πάλλης, η 18χρονη ανιψιά του Αθηνά Γκιοκόντη κι ο εργάτης Ξενοφών Λάμπρου (όλοι καταγόμενοι από την Αλβανία) από την ομάδα του «Λευτέρη Όλεφ»[102] -ενώ η Αριστερά διέδιδε ότι τους είχαν φονεύσει «ένοπλες μοναρχοφασιστικές συμμορίες-[103] και ο σαρακατσάνος κτηνοτρόφος Γεώργιος Κόνιαρης τον Αύγουστο.[104] Ακολούθησαν οι αγρότες Αλέξανδρος Αγγέλου και Παντελής Παπαδημητρίου από το Πέρασμα Φλώρινας [105] ο αγροφύλακας Στέφανος Χάιτας από τον Φούφα (σλαβόφωνος οπλίτης της ΥΒΕ/ΕΚΑ/ΠΑΟ/ΕΕΣ),[106] ο κοινοτάρχης Ατραπού Χρίστος Ρίμπας και ο συνάδελφός του της Υδρούσσας[107] στις αρχές του 1946, όπως επίσης ο Χρήστος Τσάμος από το Σκοπό.[108]
Σε συμπλοκές ή ενέδρες της Χωροφυλακής και των Εθνοφυλάκων με τους ενόπλους του ΝΟΦ έχασαν τη ζωή τους τέσσερις άνδρες: οι χωροφύλακες Λάμπρος Λαμπράκης και Γεώργιος Πολυζώης κοντά στη Σκοπιά Φλώρινας τον Ιούλιο[109] κι ο ανθυπασπιστής του ΣΧ Ακρίτα (Μπουφίου) Γεώργιος Παναγιωτακόπουλος τον Οκτώβριο του 1945[110] ένας Εθνοφύλακας στον Αετό Αμυνταίου τον Ιούνιο του 1945[111] και δύο άλλοι στην Κέλλη, τον επόμενο μήνα. Στο τελευταίο χωριό είχαν στήσει ενέδρα -μάλλον στην προνομιακή θέση Νιμέιτσα- εναντίον βρετανικού αυτοκινήτου με συνέπεια να τραυματιστούν άλλοι δύο επιβάτες, ένας βρετανός στρατιώτης (που πέθανε αργότερα)[112] και μία γυναίκα.[113] Αιχμάλωτος τους Εθνοφύλακας που διέφυγε κατέθεσε ότι τον οδηγούσαν προς το «ελεύθερο μακεδόνικο κράτος».[114] Η πηγή που μαρτυρεί ότι επικεφαλής της ομάδας αυτής ήταν γιουγκοσλάβος αξιωματικός, που άκουγε στο όνομα Γκέσκα,[115] δεν έχει διασταυρωθεί. Στην πυκνή δραστηριότητα των παράνομων ενόπλων οφειλόταν και η αργή κατάρτιση των εκλογικών καταλόγων, με αποτέλεσμα σε όλη τη Μακεδονία η Φλώρινα, η Πρέσπα, το Αμύνταιο (και η Δράμα) να αποτελούν «μαύρες κηλίδες». Δεν ήταν λοιπόν «μερικές» οι περιπτώσεις όπου το ΝΟΦ έδρασε δυναμικά, όπως εγράφη[116] αλλά ο κανόνας στη Δυτική Μακεδονία.[117]
Για την τελευταία επίθεση φαίνεται ότι διαμαρτυρήθηκαν οι Βρετανοί, γι' αυτό και οι επιθέσεις των Νοφιτών -σε μία την ημέρα υπολογίζονταν οι δολοφονίες και οι εξαφανίσεις στην περιοχή-[118] ελαχιστοποιήθηκαν. Σ' αυτό βεβαίως συνέτειναν η αυξημένη δράση της Χωροφυλακής και οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που ανέλαβαν «πειθαρχημένες» δυνάμεις Εθνοφυλακής,[119] ιδιαίτερα, αφ' ότου ομάδες του ΝΟΦ είχαν επιτεθεί εναντίον της στο χωριό των Κορεστίων Κώττας τον Αύγουστο του 1945.[120] Εκτός τούτου στη χειραγώγηση του ξέφρενου ΝΟΦ φαίνεται ότι συντέλεσε η διανομή των εφοδίων της UNRRA, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να αποφεύγουν την έκθεση τους σε διάφορα στρατόπεδα και να συμπαθούν τους Βρετανούς[121] ως εγγυητές της ομαλότητας. Και φυσικά η επιδείνωση του καιρού που δυσκόλευε την κίνηση αποκλείοντας τα ορεινά περάσματα.[122] Καθώς στα σύνορα αναπτύχθηκαν ένα βρετανικό κι ένα ελληνικό τάγμα στρατού κατευνάστηκε η «συνήθης νευρική τάση», που χαρακτήριζε παλαιότερα την ατμόσφαιρα της πόλης. Οι Σλαβόφωνοι που είχαν κουραστεί από τις περιπέτειες, άρχισαν «να απλώνουν τα πανιά τους» στον άνεμο «που φυσούσε».[123] Ανεξέταστος μένει εδώ ένας ακόμη πιθανός παράγοντας της υποτονικότητας του ΝΟΦ: οι συμφωνίες ΚΚΕ και ΚΚΜ για την περαιτέρω πορεία του αγώνα τους εναντίον του ελληνικού κράτους.
*Απόσπασμα από το άρθρο με τον τίτλο «Η λευκή τρομοκρατία στην Μακεδονία», το οποίο είναι δημοσιευμένο στο συλλογικό βιβλίο «Έθνος, κράτος και πολιτική» των εκδόσεων «Επίκεντρο». Παραπομπές ,πρωτογενείς πηγές αλλά και η συνέχεια του άρθρου στο βιβλίο.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗakritas-history-of-makedonia.blogspot.com
Με απαγωγές ή ενέδρες οι ένοπλοι του ΝΟΦ αιχμαλώτιζαν επίσης πολίτες αντιπάλους των και τοπικά στελέχη της ελληνικής διοίκησης, εκτελώντας τους είτε επί τόπου είτε στα λημέρια, με αποτέλεσμα όσοι διορίζονταν κοινοτάρχες ή μέλη κοινοτικών συμβουλίων, ιδιαίτερα στην απόμακρη Πρέσπα, να φοβούνται να αναλάβουν. [96] Δεν ήταν καθόλου υπερβολικοί οι δισταγμοί των Εθνικοφρόνων και των ουδετέρων, διότι από τη δραστηριότητα των σλαβομακεδόνων κυρίως αυτονομιστών το έτος 1945 και αρχές 1946 έχασαν τη ζωή τους αποδεδειγμένα 37 άτομα, πολλοί περισσότεροι δηλαδή από όσους φονεύτηκαν από το Στρατό και την Αστυνομία την ίδια εποχή στη Δυτική Μακεδονία. Γι' αυτό το λόγο αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού είχε προτείνει να βομβαρδιστούν η λίμνη Χειμαδίτιδα Αμυνταίου, τοπικό ορμητήριο των αρνητών όσο και τα περίγυρα δάση.[97]
Τον Μάιο του 1945 φονεύτηκαν από το ΝΟΦ ο καυκάσιος αντιπρόεδρος του Φανού Βασίλειος Μουρουζίδης, ο λαζός κοινοτάρχης του Πολυπλάτανου Νικόλαος Πουγκαρίδης, ο Καραμανλής οδηγός της Ροδώνας Αχιλλέας Καλπακτζίδης κι ο αγρότης Δημήτριος Σουγαρίδης από την Κολοκυνθού.[98] Τον Ιούνιο ο μυλεργάτης Παντελής Αλεξανδρίδης από το Αμμοχώρι Φλώρινας ο Χρήστος Χρηστακάκης από τις Άνω Κλεινές[99] οι αγρότες Νικόλαος Κουλούρης και Χρήστος Βασιλειάδης από το Κεφαλάρι Καστοριάς και τη Λεπτοκαρυά Φλώρινας αντίστοιχα ο πελοποννήσιος κοινοτάρχης (πρώην χωροφύλακας) Λευκώνα Γεώργιος Γιατρακάς η νηπιαγωγός Ελευθερία Νένου από το Άργος Ορεστικό ο ιερέας της Ολυμπιάδας Αμυνταίου Μάρκος Μητριάδης ο κοινοτάρχης της Γαλάτειας Εορδαίας Παύλος Κοπατσιάρης κι ο λαζός σύμβουλος του Γεώργιος Ορφανίδης από το ίδιο χωριό ο μοίραρχος της Ειδικής Ασφαλείας Γεώργιος Καζάνας[100] από τα Γρεβενά, που, ερχόμενος οικογενειακώς από τη Γερμανία, εκτελέστηκε στις φυλακές των Σκοπίων.[101]
Τον Ιούλιο δολοφονήθηκαν ο διευθυντής των λιγνιτωρυχείων Βεύης Ελευθέριος Πάλλης, η 18χρονη ανιψιά του Αθηνά Γκιοκόντη κι ο εργάτης Ξενοφών Λάμπρου (όλοι καταγόμενοι από την Αλβανία) από την ομάδα του «Λευτέρη Όλεφ»[102] -ενώ η Αριστερά διέδιδε ότι τους είχαν φονεύσει «ένοπλες μοναρχοφασιστικές συμμορίες-[103] και ο σαρακατσάνος κτηνοτρόφος Γεώργιος Κόνιαρης τον Αύγουστο.[104] Ακολούθησαν οι αγρότες Αλέξανδρος Αγγέλου και Παντελής Παπαδημητρίου από το Πέρασμα Φλώρινας [105] ο αγροφύλακας Στέφανος Χάιτας από τον Φούφα (σλαβόφωνος οπλίτης της ΥΒΕ/ΕΚΑ/ΠΑΟ/ΕΕΣ),[106] ο κοινοτάρχης Ατραπού Χρίστος Ρίμπας και ο συνάδελφός του της Υδρούσσας[107] στις αρχές του 1946, όπως επίσης ο Χρήστος Τσάμος από το Σκοπό.[108]
Σε συμπλοκές ή ενέδρες της Χωροφυλακής και των Εθνοφυλάκων με τους ενόπλους του ΝΟΦ έχασαν τη ζωή τους τέσσερις άνδρες: οι χωροφύλακες Λάμπρος Λαμπράκης και Γεώργιος Πολυζώης κοντά στη Σκοπιά Φλώρινας τον Ιούλιο[109] κι ο ανθυπασπιστής του ΣΧ Ακρίτα (Μπουφίου) Γεώργιος Παναγιωτακόπουλος τον Οκτώβριο του 1945[110] ένας Εθνοφύλακας στον Αετό Αμυνταίου τον Ιούνιο του 1945[111] και δύο άλλοι στην Κέλλη, τον επόμενο μήνα. Στο τελευταίο χωριό είχαν στήσει ενέδρα -μάλλον στην προνομιακή θέση Νιμέιτσα- εναντίον βρετανικού αυτοκινήτου με συνέπεια να τραυματιστούν άλλοι δύο επιβάτες, ένας βρετανός στρατιώτης (που πέθανε αργότερα)[112] και μία γυναίκα.[113] Αιχμάλωτος τους Εθνοφύλακας που διέφυγε κατέθεσε ότι τον οδηγούσαν προς το «ελεύθερο μακεδόνικο κράτος».[114] Η πηγή που μαρτυρεί ότι επικεφαλής της ομάδας αυτής ήταν γιουγκοσλάβος αξιωματικός, που άκουγε στο όνομα Γκέσκα,[115] δεν έχει διασταυρωθεί. Στην πυκνή δραστηριότητα των παράνομων ενόπλων οφειλόταν και η αργή κατάρτιση των εκλογικών καταλόγων, με αποτέλεσμα σε όλη τη Μακεδονία η Φλώρινα, η Πρέσπα, το Αμύνταιο (και η Δράμα) να αποτελούν «μαύρες κηλίδες». Δεν ήταν λοιπόν «μερικές» οι περιπτώσεις όπου το ΝΟΦ έδρασε δυναμικά, όπως εγράφη[116] αλλά ο κανόνας στη Δυτική Μακεδονία.[117]
Για την τελευταία επίθεση φαίνεται ότι διαμαρτυρήθηκαν οι Βρετανοί, γι' αυτό και οι επιθέσεις των Νοφιτών -σε μία την ημέρα υπολογίζονταν οι δολοφονίες και οι εξαφανίσεις στην περιοχή-[118] ελαχιστοποιήθηκαν. Σ' αυτό βεβαίως συνέτειναν η αυξημένη δράση της Χωροφυλακής και οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που ανέλαβαν «πειθαρχημένες» δυνάμεις Εθνοφυλακής,[119] ιδιαίτερα, αφ' ότου ομάδες του ΝΟΦ είχαν επιτεθεί εναντίον της στο χωριό των Κορεστίων Κώττας τον Αύγουστο του 1945.[120] Εκτός τούτου στη χειραγώγηση του ξέφρενου ΝΟΦ φαίνεται ότι συντέλεσε η διανομή των εφοδίων της UNRRA, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να αποφεύγουν την έκθεση τους σε διάφορα στρατόπεδα και να συμπαθούν τους Βρετανούς[121] ως εγγυητές της ομαλότητας. Και φυσικά η επιδείνωση του καιρού που δυσκόλευε την κίνηση αποκλείοντας τα ορεινά περάσματα.[122] Καθώς στα σύνορα αναπτύχθηκαν ένα βρετανικό κι ένα ελληνικό τάγμα στρατού κατευνάστηκε η «συνήθης νευρική τάση», που χαρακτήριζε παλαιότερα την ατμόσφαιρα της πόλης. Οι Σλαβόφωνοι που είχαν κουραστεί από τις περιπέτειες, άρχισαν «να απλώνουν τα πανιά τους» στον άνεμο «που φυσούσε».[123] Ανεξέταστος μένει εδώ ένας ακόμη πιθανός παράγοντας της υποτονικότητας του ΝΟΦ: οι συμφωνίες ΚΚΕ και ΚΚΜ για την περαιτέρω πορεία του αγώνα τους εναντίον του ελληνικού κράτους.
*Απόσπασμα από το άρθρο με τον τίτλο «Η λευκή τρομοκρατία στην Μακεδονία», το οποίο είναι δημοσιευμένο στο συλλογικό βιβλίο «Έθνος, κράτος και πολιτική» των εκδόσεων «Επίκεντρο». Παραπομπές ,πρωτογενείς πηγές αλλά και η συνέχεια του άρθρου στο βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου